- ὁμολόγως
- D0-0-1-0-0=1 Hos 14,5openly, willingly, expressly; neol.?Cf. TOV 1990 98.109
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὁμολόγως — ὁμόλογος agreeing adverbial ὁμόλογος agreeing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱԲԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: 10c մ. ὁμολόγως consensu omnium Միաբան. միաբանութեամբ. ձայնակցելով. *Ասասցեն ընդ մեզ համաբանաբար զուգամասնութեամբ, եղիցի եղիցի. Նար. ՟Ձ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)